- πείρω
- Α1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ' ὤπτων, ἄλλα τ' ἔπειρον», Ομ. Οδ.)2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» — τρυπώ διά μέσου, διατρυπώβ) «χρυσοῑς ἥλοις πείρομαι» — διακοσμούμαι με χρυσά καρφιά (Ομ. Ιλ.)γ) «κύματα πείρω» — διασχίζω τα κύματα, διαπλέω τη θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη (Ομ. Ιλ.)δ) «ὀδύνῃσι πεπαρμένος» — περονιασμένος από τους πόνους4. τρυπώ χτυπώντας με αιχμηρό όργανο («τῇ τριαίνει ἔπειρε», Στράβ.)5. μτφ. (σχετικά με οδό) διέρχομαι, περνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πείρω (< *περ-jω, με αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *per- «διαπερνώ, διακομίζω, διέρχομαι» (πρβλ. πέρα, πέρνημι, πόρος, πεῖρα) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. na-perjo «τρυπώ». Ο αόρ. ἔπειρα αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. parsati (πρβλ. αρχ. ινδ. piparti, ενεστ. με διπλασιασμό). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα παρ- τής ρίζας, ανάγεται ο παρακμ. πέ-παρ-μαι, ενώ στην απαθή βαθμίδα περ- το παράγωγο περ-όνη* (πρβλ. πιρούνι) και το επίρρ. διαμ-περές* (βλ. και λ. πόρπη, πόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.